- μισθοφόρῳ
- μισθόφοροςserving for hiremasc/fem/neut dat sgμισθοφόροςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθοφορώ — μισθοφορῶ, έω (Α) [μισθοφόρος] 1. αμείβομαι για υπηρεσία που παρέχω, λαμβάνω μισθό, είμαι μισθοφόρος 2. αποφέρω κέρδος, παρέχω εισόδημα («οἰκία μισθοφοροῡσα», Ισαί.) 3. προσλαμβάνω κάποιον στην υπηρεσία μου με μισθό, μισθοδοτώ κάποιον 4. (το… … Dictionary of Greek
μισθοφορῶ — μισθοφορέω receive wages pres subj act 1st sg (attic epic doric) μισθοφορέω receive wages pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτεύω — (Α) [μισθωτός] προσφέρω τις υπηρεσίες μου έναντι μισθού, μισθοφορώ* … Dictionary of Greek